ναυσι-κλειτός

ναυσι-κλειτός

ναυσι-κλειτός, schiffberühmt, durch Schiffe, Seefahrten berühmt, Δύμας, Od. 6, 22. Ein bes. fem. ναυσικλείτη H. h. Apoll. 31, richtiger νατσικλειτή betont 219.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηλεκλειτός — και τηλεκλητός, ή, όν, θηλ. και ός Α αυτός τού οποίου το κλέος, η φήμη φθάνει μακριά, ένδοξος, ξακουστός (α. «Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοῑο», Ομ. Ιλ. β. «τηλεκλειτόν τ Ἐφιάλτην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + κλειτός (Ι) «ένδοξος» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ναυσικλειτός — ναυσικλειτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι περίφημος για τα πλοία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + κλειτός «ένδοξος, φημισμένος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”