- ναυσι-κλυτός
ναυσι-κλυτός, = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσι-κλυτός, = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλεκλυτός — ή, όν, Α τηλεκλειτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + κλυτός «ένδοξος» (< κλύω), πρβλ. ναυσι κλυτός] … Dictionary of Greek
ναυσικλυτός — ναυσικλυτός, όν (Α) ναυσικλειτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + κλυτός «ένδοξος»] … Dictionary of Greek