- ναυσι-βάτης
ναυσι-βάτης, ὁ, p. = ναυβάτης, Sp., wie Maneth. 1, 323. 4, 397.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσι-βάτης, ὁ, p. = ναυβάτης, Sp., wie Maneth. 1, 323. 4, 397.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσιβάτης — ναυσιβάτης, ὁ (Α) ναυβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. ναυσί, πληθ. τού ναῦς «πλοίο» + βάτης (< βαίνω)] … Dictionary of Greek