ναυσι-φόρητος

ναυσι-φόρητος

ναυσι-φόρητος, vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend, Pind. P. 1, 33, ἄνδρες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηρεσσιφόρητος — κηρεσσιφόρητος, ον (Α) αυτός που φέρνουν οι Κήρες* («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. τού κήρ (I) + φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι φόρητος, ποταμο φόρητος] …   Dictionary of Greek

  • ποταμοφόρητος — ον, Α 1. αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το ρεύμα τού ποταμού 2. φρ. «ποταμοφόρητος γη» προσχωσιγενής περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φορητός (< φορώ < φέρω), πρβλ. ναυσι φόρητος] …   Dictionary of Greek

  • ναυσιφόρητος — ναυσιφόρητος, ον (Α) αυτός που μεταφέρεται από πλοίο («ναυσιφορήτοις δ ἀνδράσι πρῶτα χάρις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + φορητός (< φορῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”