- ναυσιόεις
ναυσιόεις, εσσα, εν, oder ναυτιόεις, Ekel empfindend, Nic. Al. 83; vgl. Lob. Phryn. 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσιόεις, εσσα, εν, oder ναυτιόεις, Ekel empfindend, Nic. Al. 83; vgl. Lob. Phryn. 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσιόεις — και αττ. τ. ναυτιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που αισθάνεται ναυτία ή βδελυγμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυσία «ναυτία» + κατάλ. όεις (πρβλ. σκι όεις)] … Dictionary of Greek
ναυσιόεις — feeling nausea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
ναυτιόεις — ναυτιόεις, εσσα, εν (Α) (αττ. τ.) βλ. ναυσιόεις … Dictionary of Greek