- ναυσι-πέδη
ναυσι-πέδη, ἡ, Schiffsband, -feil, Luc. Lexiph. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσι-πέδη, ἡ, Schiffsband, -feil, Luc. Lexiph. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσιπέδη — ναυσιπέδη, ἡ (Α) καραβόσχοινο ή άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)] … Dictionary of Greek