- βατίς
βατίς, ίδος, ἡ, 1) eine stachliche Rochenart, Ar. Vesp. 510; Ath. VI, 228 f; vgl. βάτος. – 2) ein Strauch, Plin. 25, 15. – 3) ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατίς, ίδος, ἡ, 1) eine stachliche Rochenart, Ar. Vesp. 510; Ath. VI, 228 f; vgl. βάτος. – 2) ein Strauch, Plin. 25, 15. – 3) ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατίς — ( ίδος), η (Α) [βάτος (Ι)] 1. πλατύ, αγκαθωτό σελαχοειδές, βατί, ράγια 2. είδος πτηνού που συχνάζει σε θάμνους 3. το δικότυλο φυτό βατίς ή θαλασσία … Dictionary of Greek
Βατίς — skate fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίς — skate fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδα — Βατίς skate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδα — βατίς skate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδας — Βατίς skate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδας — βατίς skate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδες — Βατίς skate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδες — βατίς skate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδι — Βατίς skate fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδι — βατίς skate fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)