- βατία
βατία, ἡ, Dornstrauch, Pind. Ol. 6, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατία, ἡ, Dornstrauch, Pind. Ol. 6, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατία — βατίᾱ , βατία dance in a chorus fem nom/voc/acc dual βατίᾱ , βατία dance in a chorus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίᾳ — βατίᾱͅ , βατία dance in a chorus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατιᾷ — βατεία bush fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτια — βάτιον mulberry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίαι — βατίᾱͅ , βατία dance in a chorus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίαν — βατίᾱν , βατία dance in a chorus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιβατία — κονιβατία, ἡ (Α) το να πορεύεται κανείς μέσα σε σκόνη, η πορεία σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + βατία (< βατος ή βάτης < βαίνω), πρβλ. νυκτο βατία, χορο βατία] … Dictionary of Greek
ορνεοβατία — ὀρνεοβατία, ἡ (Μ) σαρκική επαφή με πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + βατία (< βάτης < βαίνω)] … Dictionary of Greek