- ματέω
ματέω, dasselbe, ματῇς, Theocr. 29, 15, wo Herm. u. Mein. die äol. Form μάτης wie von μάτημι lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματέω, dasselbe, ματῇς, Theocr. 29, 15, wo Herm. u. Mein. die äol. Form μάτης wie von μάτημι lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματήσετον — ματάω to be idle aor subj act 3rd dual (attic epic ionic) ματάω to be idle aor subj act 2nd dual (attic epic ionic) ματάω to be idle fut ind act 3rd dual (attic ionic) ματάω to be idle fut ind act 2nd dual (attic ionic) ματέω aor subj act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματήσω — ματάω to be idle aor subj act 1st sg (attic ionic) ματάω to be idle fut ind act 1st sg (attic ionic) ματάω to be idle aor ind mid 2nd sg (attic ionic) ματέω aor subj act 1st sg ματέω fut ind act 1st sg ματέω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματεῖ — ματάω to be idle pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ματάω to be idle pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ματέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ματέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματήσετε — ματάω to be idle aor subj act 2nd pl (attic epic ionic) ματάω to be idle fut ind act 2nd pl (attic ionic) ματέω aor subj act 2nd pl (epic) ματέω fut ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματῶ — ματάω to be idle pres imperat mp 2nd sg ματάω to be idle pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ματάω to be idle pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ματάω to be idle pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ματάω to be idle pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτει — μάτος search neut nom/voc/acc dual (attic epic) μάτεϊ , μάτος search neut dat sg (epic ionic) μάτος search neut dat sg ματάω to be idle pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ματάω to be idle imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ματέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτιον — trifle neut nom/voc/acc sg ματάω to be idle imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ματάω to be idle imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ματέω imperf ind act 3rd pl (doric) ματέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… … Dictionary of Greek
μνίο — το (Α μνίον) γένος βρυοφύτων που ανήκει στην τάξη βρυώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το λιθουαν. miniava «καθαρό μετάξι» και με τον τ. ματέω*] … Dictionary of Greek
χατεύω — Α (κατά τον Ησύχ.) χατέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. χατέω*, κατά τα ρ. σε εύω (πρβλ. ματέω: ματεύω)] … Dictionary of Greek
καταματούμενος — κατά ματάω to be idle pres part mp masc nom sg (attic epic doric ionic) κατά ματέω pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)