δρομικός

δρομικός

δρομικός, zum Laufen geeignet, schnell laufend; von Menschen, Plat. Theaet. 148 c; ἵπποι, Alc. I, 111 b u. A.; γλῶσσα, B. A. p. 35; τὰ δρομικά, der Wettlauf, Xen. Hell. 7, 4, 29, wie τὸ δρομικόν, D. Cass. 67, 8. – Adv., δρομικῶς, z. B. ἀποχωρεῖν, Plat. Legg. IV, 706 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δρομικός — good at running masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομικός — ή, ό (AM δρομικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δρόμο, στο τρέξιμο («δρομικό αγώνισμα») 2. ο ικανός στο τρέξιμο, γοργοπόδαρος («δρομικός σκύλος») νεοελλ. φρ. α) «δρομικός λίθος ή πλίνθος» αυτός που κατά την οικοδόμηση τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • δρομικά — δρομικός good at running neut nom/voc/acc pl δρομικά̱ , δρομικός good at running fem nom/voc/acc dual δρομικά̱ , δρομικός good at running fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομικώτερον — δρομικός good at running adverbial comp δρομικός good at running masc acc comp sg δρομικός good at running neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομικωτάτων — δρομικός good at running fem gen superl pl δρομικός good at running masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομικῶν — δρομικός good at running fem gen pl δρομικός good at running masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομικόν — δρομικός good at running masc acc sg δρομικός good at running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομικώτατα — δρομικός good at running adverbial superl δρομικός good at running neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομικώτατον — δρομικός good at running masc acc superl sg δρομικός good at running neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομικαῖς — δρομικός good at running fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομικαί — δρομικός good at running fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”