- δρομο-κήρῡξ
δρομο-κήρῡξ, ῡκος, ὁ, der laufende Herold, Eilbote; Aesch. 2, 130; vgl. B. A. p. 239; Sp., wie D. Cass. 78, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρομο-κήρῡξ, ῡκος, ὁ, der laufende Herold, Eilbote; Aesch. 2, 130; vgl. B. A. p. 239; Sp., wie D. Cass. 78, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek