- δρομεύς
δρομεύς, ὁ, der Läufer; Eur. El. 824; Plat. Legg. VII, 822 b u. Folgde. Die Form δρομέσι führt B. A. 1165 aus Callim. an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρομεύς, ὁ, der Läufer; Eur. El. 824; Plat. Legg. VII, 822 b u. Folgde. Die Form δρομέσι führt B. A. 1165 aus Callim. an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δρομεύς — runner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομεύς — runner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρομεῖς — Δρομεύς runner masc acc pl Δρομεύς runner masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομεῖς — δρομεύς runner masc acc pl δρομεύς runner masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρομῆς — Δρομεύς runner masc nom pl Δρομεύς runner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομῆς — δρομεύς runner masc nom pl δρομεύς runner masc nom/voc pl δρομή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρομέων — Δρομεύς runner masc gen pl Δρομέω̆ν , Δρομεύς runner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομέων — δρομεύς runner masc gen pl δρομέω̆ν , δρομεύς runner masc gen pl δρομή fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρομεῖ — Δρομεύς runner masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομεῖ — δρομεύς runner masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρομεῦ — Δρομεύς runner masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)