- μαρούλιον
μαρούλιον, τό, spätes Wort für ϑριδακίνη, Psell.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρούλιον, τό, spätes Wort für ϑριδακίνη, Psell.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρούλιον — lettuce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρούλια — μαρούλιον lettuce neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PICRIS — Graeca vox πικρὶς, lactuca agrestis, Exodi c. 12. v. 8. in Vulgata, Et edent carnes nocte illâ assas ipsi et azymos panes cum lactucis agrestibus; ubi Vaticana translatio habet, Et azyma super picrides comedent: S. Cyprianus cum picridibus, legit … Hofmann J. Lexicon universale
μαρούλι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Lactuca sativa. Φέρει πολυάριθμα πλατιά ωοειδή φύλλα, τα κατώτερα από τα οποία σχηματίζουν παράρριζο ρόδακα, ενώ τα ανώτερα είναι πυκνά διατεταγμένα γύρω… … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
marulă — MARÚLĂ, marule, s.f. (bot.; reg.) Lăptucă. – Din ngr. marúli, bg. marulja. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 MARÚLĂ s. v. lăptucă, salată. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime … Dicționar Român