- βαρύ-φλοισβος
βαρύ-φλοισβος, stark tosend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-φλοισβος, stark tosend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφλοισβος — η, ο / πολύφλοισβος, ον, ΝΑ (για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ. β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο… … Dictionary of Greek