- βαρύ-φθογγος
βαρύ-φθογγος, stark, tief tönend, brüllend, λέων H. h. Ven. 160; Nic. Th. 171; νευρά Pind. I. 5, 32; αὐλοί Ep. ad. 174 (VI. 51); τρήρωνες Opp. C. 1, 352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-φθογγος, stark, tief tönend, brüllend, λέων H. h. Ven. 160; Nic. Th. 171; νευρά Pind. I. 5, 32; αὐλοί Ep. ad. 174 (VI. 51); τρήρωνες Opp. C. 1, 352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγρόφθογγος — ον, Α (για λαγήνι με στενό λαιμό) αυτός που παράγει ήχο κατά τη ροή τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ φθογγος, λιγύ φθογγος] … Dictionary of Greek
πολύφθογγος — η, ο / πολύφθογγος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, πολύηχος 2. (για πρόσ.) εύγλωττος και πειστικός («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ… … Dictionary of Greek
νεόφθογγος — νεόφθογγος, ον (Μ) αυτός που τραγουδάει με καινούργιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φθόγγος (< φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ φθογγος] … Dictionary of Greek
ομόφθογγος — ὁμόφθογγος, ον (Α) αυτός που φθέγγεται, που κραυγάζει συγχρόνως ή αυτός που ηχεί συγχρόνως («παντοίην ἀλάλαζεν ὁμοφθόγγων ὄπα θηρῶν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
φιλόφθογγος — ον, Α αυτός που τού αρέσει ο θόρυβος, η φασαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] … Dictionary of Greek