- βαρύ-φορτος
βαρύ-φορτος, schwer belastet, Nonn. D. 48, 796.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-φορτος, schwer belastet, Nonn. D. 48, 796.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόφορτος — ἰσόφορτος, ον (Α) αυτός που είναι ίσος με προκαθορισμένο βάρος ή φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φορτος (< φόρτος), πρβλ. αγλαό φορτος, βαρύ φορτος] … Dictionary of Greek
πολύφορτος — ον, Α 1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτος («νηῶν πολυφόρτων», Μαν.) 2. πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φόρτος (πρβλ. βαρύ φορτος)] … Dictionary of Greek