κῑνητής

κῑνητής

κῑνητής, , der bewegt, in Bewegung setzt; καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτά Ar. Nubb. 1397; Aufrührer, καὶ καχέκται Pol. 28, 15, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινητής — ο (ΑΜ κινητής) [κινώ] 1. αυτός που κινεί κάτι 2. αυτός που εφευρίσκει κάτι, ο δημιουργός («ὦ καινών ἐπῶν κινητά καί μοχλευτά», Αριστοφ.) νεοελλ. ο υποκινητής αρχ. ο στασιαστής, ο ταραχοποιός …   Dictionary of Greek

  • κινητής — κῑνητής , κινητής one that sets going masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῆς — κινητός moving fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • κινητά — κῑνητά̱ , κινητής one that sets going masc nom/voc/acc dual κῑνητά , κινητής one that sets going masc voc sg κῑνητά , κινητής one that sets going masc nom sg (epic) κινητός moving neut nom/voc/acc pl κινητά̱ , κινητός moving fem nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριθμικός κανόνας — Όργανο που βασίζεται στις ιδιότητες των λογαρίθμων, με το οποίο εκτελούνται γρήγορα υπολογισμοί, με ικανοποιητική ακρίβεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι υπολογισμοί εκτελούνται με τη βοήθεια διαφόρων λογαριθμικών κλιμάκων, με τις οποίες είναι …   Dictionary of Greek

  • βρέβιον — βρέβιον, το (Μ) 1. βιβλίο καταγραφής της κινητής και ακίνητης περιουσίας εκκλησίας ή μονής 2. κατάλογος ονομάτων δωρητών μονών ή εκκλησιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. brevis (ενν. liber) «επίτομος κατάλογος»] …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • επίταξη — Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”