- κῑνηθμός
κῑνηθμός, ὁ, = κίνησις; πετρᾶν Pind. P. 4, 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑνηθμός, ὁ, = κίνησις; πετρᾶν Pind. P. 4, 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινηθμός — κινηθμός, ὁ (Α) κίνηση, ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη (πρβλ. ε κινή θην, παθ. αόρ. τού κινῶ) + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, ελκη θμός)] … Dictionary of Greek
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
κινηθμόν — κῑνηθμόν , κινηθμός motion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)