- κῑνητήριος
κῑνητήριος, bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von τορύνη, Schol. Ar. Equ. 980.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑνητήριος, bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von τορύνη, Schol. Ar. Equ. 980.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινητήριος — α, ο,θηλ. και ος και ία (Α κινητήριος, ία, ον) [κινητήρ] ικανός ή κατάλληλος να μεταδώσει κίνηση σε κάτι νεοελλ. φρ. «κινητήρια δύναμη» α) η δύναμη, η ενέργεια που θέτει κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία β) μτφ. το απαραίτητο μέσο με το οποίο μπορεί … Dictionary of Greek
κινητήριος — α, ο ο κατάλληλος ή ικανός να κινήσει κάτι: Το νερό είναι κινητήρια δύναμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
κινητήριον — κῑνητήριον , κινητήριον neut nom/voc/acc sg κινητήριος ladle masc acc sg κινητήριος ladle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
μονοκινητήριος — α, ο 1. αυτός που έχει έναν μόνο κινητήρα 2. (το ουσ. ως ουσ.) το μονοκινητήριο αεροσκάφος με έναν μόνο κινητήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * κινητήριος (< κινητός)] … Dictionary of Greek
μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… … Dictionary of Greek