- κῑνησί-γαιος
κῑνησί-γαιος, Erkl. von ἐνοσίγαιος; Schol. Il. 14, 135; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑνησί-γαιος, Erkl. von ἐνοσίγαιος; Schol. Il. 14, 135; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινησίγαιος — κινησίγαιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κινεί τη γη, ο εννοσίγαιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + γαιος (< γαῖα), πρβλ. εννοσί γαιος, επηλύ γαιος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek