- κῑνησί-χθων
κῑνησί-χθων, ονος, erderschütternd, Schol. Soph. Ant. 154, Erkl. von ἐλελίχϑων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑνησί-χθων, ονος, erderschütternd, Schol. Soph. Ant. 154, Erkl. von ἐλελίχϑων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινησίχθων — κινησίχθων, ον (Α) αυτός που κινεί τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + χθων (< χθων), πρβλ. δαμασί χθων, ερυσί χθων. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek