- κῑνησί-φυλλος
κῑνησί-φυλλος, das Laub bewegend, Schol. Il. 2, 632, Erkl. von εἰνοσίφυλλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑνησί-φυλλος, das Laub bewegend, Schol. Il. 2, 632, Erkl. von εἰνοσίφυλλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινησίφυλλος — κινησίφυλλος, ον (ΑΜ) αυτός που κινεί τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι < κινῶ) + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιό φυλλος, ερί φυλλος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek