- κῑνησι-φόρος
κῑνησι-φόρος, Bewegung bringend, die Natur, Orph. H. 9, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑνησι-φόρος, Bewegung bringend, die Natur, Orph. H. 9, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινησιφόρος — κινησιφόρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι < κινῶ + φόρος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, λογχη φόρος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek