κινητικός — ή, ό (ΑΜ κινητικός, ή, όν) ο ικανός να κινεί κάτι ή να προσδίδει κίνηση σε κάτι (α. «κινητικά νεύρα», Γαλ. β. «τῶν κινητικῶν μορίων», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κίνηση 2. αυτός που κινείται 3. το θηλ. ως ουσ. η κινητική κλάδος … Dictionary of Greek
κινητικός — κῑνητικός , κινητικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στην κίνηση η αυτός που μπορεί να προκαλέσει κίνηση: Έπαθαν βλάβη τα κινητικά νεύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινητικά — κῑνητικά , κινητικός of neut nom/voc/acc pl κῑνητικά̱ , κινητικός of fem nom/voc/acc dual κῑνητικά̱ , κινητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικώτερον — κῑνητικώτερον , κινητικός of adverbial comp κῑνητικώτερον , κινητικός of masc acc comp sg κῑνητικώτερον , κινητικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικωτάτων — κῑνητικωτάτων , κινητικός of fem gen superl pl κῑνητικωτάτων , κινητικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικῶν — κῑνητικῶν , κινητικός of fem gen pl κῑνητικῶν , κινητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικόν — κῑνητικόν , κινητικός of masc acc sg κῑνητικόν , κινητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικώτατα — κῑνητικώτατα , κινητικός of adverbial superl κῑνητικώτατα , κινητικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικώτατον — κῑνητικώτατον , κινητικός of masc acc superl sg κῑνητικώτατον , κινητικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подвижьныи — (33) пр. 1.Устремленный, имеющий большое желание, стремление, проявляющий готовность: но ˫ако же и далнии путь гонѧще. и на странѣ труды покоивше. и тако прокое в пу(т) подвижни и силни иде(м). (πρόϑυμοι) ГБ к. XIV, 27в; инѣм же бл҃гое творити… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)