- κῑβωτάριον
κῑβωτάριον, τό, dim. von κιβωτός, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑβωτάριον, τό, dim. von κιβωτός, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιβωτάριον — κιβωτάριον, τὸ (ΑΜ) μικρό κιβώτιο ή μικρός θάλαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + υποκορ. κατάλ. άριον] … Dictionary of Greek
κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό … Dictionary of Greek