- κῑβωτο-ειδής
κῑβωτο-ειδής, ές, kasten-, kistenähnlich, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑβωτο-ειδής, ές, kasten-, kistenähnlich, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιβωτοειδής — κιβωτοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα κιβωτού, όμοιος με κιβώτιο ή κιβωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek