κῑνύσσομαι

κῑνύσσομαι

κῑνύσσομαι, = κινέομαι, hin u. her schwanken; ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην Aesch. Ch. 196, daß ich nicht vom Zweifel hin u. her getrieben würde; Hesych. hat κηνυσσόμην, εἴδωλον ἐγενόμην, vgl. κίνυγμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινύσσομαι — (Α) κινούμαι, ταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα σσομαι] …   Dictionary of Greek

  • κίνυγμα — κίνυγμα, τὸ (Α) [κινύσσομαι] καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῡν δ αἰθέριον κίνυγμ ὁ τάλας ἐχθροῑς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • 'κινυσσόμην — ἐκῑνυσσόμην , κινύσσομαι waver imperf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • kēi- —     kēi     English meaning: to move     Deutsche Übersetzung: “in Bewegung setzen, in Bewegung sein”     Note: (: kǝi : kī̆ ); eu basis (partly with n Infix) kī (n )eu ; heavy basis kiǝ (: kiē ?)     Material: Gk. κίω “go away, travel” is late… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”