- πυρ-ώδης
πυρ-ώδης, ες, = πυροειδής; ἀστεροπή, Ar. Av. 1742, wie Plut. Timol. 28; μαρμαρυγαὶ πυρώδεις, Plat. Critia. 116 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρ-ώδης, ες, = πυροειδής; ἀστεροπή, Ar. Av. 1742, wie Plut. Timol. 28; μαρμαρυγαὶ πυρώδεις, Plat. Critia. 116 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.