- πυρῖτις
πυρῖτις, ἡ, s. πυρίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρῖτις, ἡ, s. πυρίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίτις — ίτιδος, ἡ, ΜΑ βλ. πυρίτιδα … Dictionary of Greek
πυρῖτιν — πυρῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYRITES Lapis — fulvus est, tenerique se vehementius non permittit: ac, si quando artiori manu premitur, digitos adurit, Solin. c. 37. hinc πυρῖτις, quod digitos adurat. Sed Pyritis gemma est, Pyrites, Graece πυρίτης, lapis; quemadmodum aetites gemma est, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
μπαρούτι — το, και μπαρούτη, η (Μ μπαρούτι και παρούτιν) πυρίτιδα νεοελλ. 1. ως επίθ. ολόστεγνος, εντελώς ξηρός («αυτή η παρτίδα καπνού είναι μπαρούτι» ο καπνός είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υγρασίας) 2. φρ. α) «έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα» είναι… … Dictionary of Greek
πυρίτης — (I) ο, ΝΑ πέτρα που έχει την ιδιότητα να παράγει φωτιά με την τριβή της σε άλλο αντικείμενο, αλλ. πυρόλιθος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που καταγίνεται με τη φωτιά 2. ονομασία διαφόρων λίθων άγνωστης σύστασης 3. είδος πολύτιμου… … Dictionary of Greek
πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… … Dictionary of Greek
πυριτοδόκη — η, Ν ναυτ. δοχείο μέσα στο οποίο φυλασσόταν με ασφάλεια η πυρίτιδα που χρησιμοποιούσαν για τα παλαιά πυροβόλα τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτις / ίτιδα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο δόκη, οπλο δόκη] … Dictionary of Greek
πυριτοδότης — ο, Ν ναυτ. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού, ο οποίος έχει ως έργο τη μεταφορά πυρομαχικών από τις αποθήκες τού πλοίου στα πυροβόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτις / ίτιδα + δότης (< δίδωμι), πρβλ. σηματο δότης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πυριτοδόται,… … Dictionary of Greek
πυριτοδόχη — η, Ν στρ. το τμήμα τής κάννης τών εμπροσθογεμών όπλων, στο οποίο γινόταν η ανάφλεξη τής πυρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτις / ίτιδα + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πυριτοδόχαι, μαρτυρείται από το 1858 στο… … Dictionary of Greek
πυριτοθήκη — η, Ν φορητή θήκη πυρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτις/ ίτιδα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] … Dictionary of Greek