πυρ-ήνεμος

πυρ-ήνεμος

πυρ-ήνεμος, Feuer anblasend, anfachend, ῥιπίς, Philp. 13 (VI, 101).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οδήνεμος — και δωρ. τ. ποδάνεμος, ον, Α ταχύς σαν τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. πυρ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πυρήνεμος — ον, Α αυτός που φυσά τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. ποδ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • φιλήνεμος — ον, Α αυτός που αγαπά τον άνεμο («αὐλὸν καμινευτῆρα τὸν φιλήνεμον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄνεμος (πρβλ. πυρ ήνεμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”