- κώδεια
κώδεια, ἡ, der Kopf, gew. der Mohnkopf, Et. M; Il. 14, 499; Nic. Al. 216; σκορόδοιο Nic. Al. 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώδεια, ἡ, der Kopf, gew. der Mohnkopf, Et. M; Il. 14, 499; Nic. Al. 216; σκορόδοιο Nic. Al. 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωδεία — κωδείᾱ , κώδεια head fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδείᾳ — κωδείᾱͅ , κώδεια head fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδεια — κώδεια, ἡ (Α) 1. κεφάλι («ὁ δὲ φή κώδειαν ἀνασχών», Ομ. Ιλ.) 2. η κεφαλή ή ο βολβός ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. τού σκόρδου 3. η κάψα ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. τής παπαρούνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως αρχικός τ. θεωρείται η λ. κώδυια οι λ.… … Dictionary of Greek
κώδεια — head fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδείας — κωδείᾱς , κώδεια head fem acc pl κωδείᾱς , κώδεια head fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδειῶν — κώδεια head fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδείαις — κώδεια head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδειαι — κώδεια head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδειαν — κώδεια head fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδία — η (Α κωδία) η κώδεια*, η κάψα ορισμένων φυτών που περιέχει τα σπέρματα αρχ. φρ. «κωδία τῆς κλεψύδρας» το άνω ευρύ μέρος τής κλεψύδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κώδεια] … Dictionary of Greek
κώδειον — κώδειον, τὸ (Α) [κώδεια] η κώδεια* … Dictionary of Greek