- εἴβιμος
εἴβιμος, ον, träufelnd, Eust. Od. 1471, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴβιμος, ον, träufelnd, Eust. Od. 1471, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴβιμος — trickling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)