εἰδικός — specific masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδικός — ή, ό (AM εἰδικός, ή, όν) [είδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος») 2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο») νεοελλ. (αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός αυτός που έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
ειδικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή σε ορισμένες περιπτώσεις, που έχει ορισμένο σκοπό ή προορισμό: Ψηφίστηκε ειδικός νόμος για τους παραπηγματούχους. 2. που ασχολείται σε ορισμένο κλάδο επιστήμης ή τέχνης, που έχει ειδικότητα σ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰδικά — εἰδικός specific neut nom/voc/acc pl εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc/acc dual εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικώτερον — εἰδικός specific adverbial comp εἰδικός specific masc acc comp sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτάτων — εἰδικός specific fem gen superl pl εἰδικός specific masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέραις — εἰδικός specific fem dat comp pl εἰδικωτέρᾱͅς , εἰδικός specific fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέρων — εἰδικός specific fem gen comp pl εἰδικός specific masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικῶν — εἰδικός specific fem gen pl εἰδικός specific masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικόν — εἰδικός specific masc acc sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικώτατα — εἰδικός specific adverbial superl εἰδικός specific neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)