- πυρί-βλητος
πυρί-βλητος, mit Feuer geworfen; Nic. Ther. 774; Maneth. 4, 421; – ἀκίδες, Mel. 17 (XII, 76), akt., = πυροβόλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-βλητος, mit Feuer geworfen; Nic. Ther. 774; Maneth. 4, 421; – ἀκίδες, Mel. 17 (XII, 76), akt., = πυροβόλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] … Dictionary of Greek
θηριόβλητος — θηριόβλητος, ον (Μ) αυτός που έχει ριχθεί στα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + βλητος (< βάλλω), πρβλ. εξώ βλητος, πυρί βλητος] … Dictionary of Greek
νιφόβλητος — νιφόβλητος, ον (Α) νιφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλητός (< βάλλω), πρβλ. πυρί βλητος] … Dictionary of Greek
πυρίβλητος — ον, ΜΑ 1. (με παθ. σημ.) αυτός που βάλλεται με τη χρήση φωτιάς 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εκτοξεύει φωτιά («πυρίβλητοι ἀκίδες», Ανθ. Παλ.) αρχ. μτφ. αυτός που έχει πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βλητος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνό… … Dictionary of Greek