- πυρίον
πυρίον, τό, = πυρεῖον. – Räucherfaß, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίον, τό, = πυρεῖον. – Räucherfaß, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύριον — πύριος masc acc sg πύριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύριος — Αλεξανδρινός θεολόγος και συγγραφέας, που έζησε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Aπό τους επιφανέστερους πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο Π. διετέλεσε διδάσκαλος και προϊστάμενος της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής και, για την πολυμάθειά… … Dictionary of Greek
πυρία — πυρίᾱ , πύριος fem nom/voc/acc dual πυρίᾱ , πύριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πυρίᾱ , πυρία vapour bath fem nom/voc/acc dual πυρίᾱ , πυρία vapour bath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πυρίον neut nom/voc/acc pl πυρίᾱ , πυριάω put … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίου — πύριος masc/neut gen sg πυρίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίων — πύριος fem gen pl πύριος masc/neut gen pl πυρίον neut gen pl πυριάω put imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πυριάω put imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίῳ — πύριος masc/neut dat sg πυρίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)