- εἴκοσι
εἴκοσι, οἱ, αἱ, τά, vor Vokalen εἴκοσιν, eigtl. Fείκοσι, viginti; ἐείκοσι, Il .16, 847, v. l. Her. 2, 121, dor. εἴκατι, Theocr. 5, 86; indecl., zwanzig, Il. 2, 510 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴκοσι, οἱ, αἱ, τά, vor Vokalen εἴκοσιν, eigtl. Fείκοσι, viginti; ἐείκοσι, Il .16, 847, v. l. Her. 2, 121, dor. εἴκατι, Theocr. 5, 86; indecl., zwanzig, Il. 2, 510 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἵκοσι — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκοσι — twenty indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είκοσι — άκλ. αριθμ. απόλ. 1. ποσότητα δύο δεκάδων ως ενιαίο σύνολο: Είκοσι στρατιώτες. 2. με το ουδ. αρθρ. ως ουσ., το είκοσι: α) ο αριθμός 20: Το γινόμενο του είκοσι επί το τρία είναι 60. β) το πράγμα που έχει τον αριθμό 20: Το είκοσι δωμάτιο του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είκοσι — (AM εἴκοσι και προ φωνήεντος εἴκοσιν Α και επικ. ἐείκοσι και ἐείκοσιν) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα δύο δεκάδων νεοελλ. (ως ουσ. με άρθρο) 1. το είκοσι α) η γραφική παράσταση τού αριθμού β) οτιδήποτε έχει τον αριθμό είκοσι (π.χ. θέση, λαχνός,… … Dictionary of Greek
εἰκόσι — ἔοικα as perf part act masc/neut dat pl εἰκός like truth perf part act masc/neut dat pl εἰκών likeness fem dat pl (epic ionic) εἰκών likeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκοσ' — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεἴκοσι — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρσού μάρτυρες — Είκοσι χριστιανοί οι οποίοι μαρτύρησαν στην Τ. στα χρόνια του Διοκλητιανού (290). Για τους μάρτυρες αυτούς γράφει ο Αυγουστίνος. Η Δυτ. Oρθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 6 Ιουνίου … Dictionary of Greek
εἴκατι — εἴκοσι twenty doric (indeclform numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκοσιν — εἴκοσι twenty nu̱movable indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐείκοσι — εἴκοσι twenty epic (indeclform numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)