- κώμιον
κώμιον, τό, dim. von κώμη (sollte also κωμίον accent. sein), Dörfchen; Strab. X, 485; Plut. amat. narr. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώμιον, τό, dim. von κώμη (sollte also κωμίον accent. sein), Dörfchen; Strab. X, 485; Plut. amat. narr. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώμιον — κώμιον, τὸ (Α) [κώμη] μικρή κώμη («κώμιον ὑπὸ ἁλιέων συνοικούμενον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
κώμιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμίου — κώμιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek