και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυν — καὶ νῡν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
Καὶ σύ, τέκνον. — καὶ σύ, τέκνον. См. И ты, мой сын! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)