- πυρί-μαχος
πυρί-μαχος, feurig im Kampfe. – Auch = mit dem Feuer kämpfend, von einer Steinart, die dem Feuer widersteht, Arist. Meteor. 4, 6; bei Theophr. πυρομάχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-μαχος, feurig im Kampfe. – Auch = mit dem Feuer kämpfend, von einer Steinart, die dem Feuer widersteht, Arist. Meteor. 4, 6; bei Theophr. πυρομάχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύμαχος — η, ο ανθεκτικός στη διαβρωτική επίδραση τών οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πυρί μαχος] … Dictionary of Greek
πυρίμαχος — η, ο, και πυρομάχος, ο / πυριμάχος, ον, και πυρομάχος, ον, ΝΑ αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος ο πυροστάτης, η πυροστιά 2. φρ. «πυρίμαχα υλικά» τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν… … Dictionary of Greek