εἰαρινός, p. = ἔαρ, ἐαρινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰαρινός — ἐαρινός of spring masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εαρινός — ή, ό (AM ἐαρινός, ή, όν Α και εἰαρινός, ή, όν και ἠρινός, ή, όν) [έαρ] ανοιξιάτικος αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν την εποχή τής ανοίξεως … Dictionary of Greek