- εἴριον
εἴριον, τό, ep. u. ion. = ἔριον, vgl. εἶρος, die Wolle; Il. 12, 434; im plur., 3, 388 Od. 18, 316; Theocr. 5, 50; Her. 3, 106, wie 3, 47, εἴρια ἀπὸ ξύλου, Baumwolle; auch sp. D., wie Antiphil. 6 (VI, 250).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴριον, τό, ep. u. ion. = ἔριον, vgl. εἶρος, die Wolle; Il. 12, 434; im plur., 3, 388 Od. 18, 316; Theocr. 5, 50; Her. 3, 106, wie 3, 47, εἴρια ἀπὸ ξύλου, Baumwolle; auch sp. D., wie Antiphil. 6 (VI, 250).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
είριον — το βλ. έριον … Dictionary of Greek
εἰρίον — ἐρῶ verbum fut part act masc voc sg (epic doric ionic) ἐρῶ verbum fut part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) εἰρέω say pres part act masc voc sg (doric) εἰρέω say pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴριον — ἔριον wool neut nom/voc/acc sg (epic ionic) εἰρέω say imperf ind act 3rd pl (doric) εἰρέω say imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek
ημίρρυπος — ἡμίρρυπος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρύπος «βρομιά»] … Dictionary of Greek
ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 … Dictionary of Greek
συνελίσσω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συνειλίσσω, και αττ. τ. συνελίττω Α τυλίγω γύρω γύρω, περιτυλίγω («συνελίσσειν εἴριον», Ιπποκρ.) αρχ. φρ. «σπείραις συνελίσσω» κουλουριάζομαι (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»] … Dictionary of Greek
u̯eren- (*su̯eren-) — u̯eren (*su̯eren ) English meaning: ram, sheep, lamb Deutsche Übersetzung: “Widder, Schaf, Lamb” Material: O.Ind. *uran (from *vuran ), acc. *uraṇam, nom. urü, from which uraṇa m. “lamb, aries, ram”, urü f. ‘sheep”, in… … Proto-Indo-European etymological dictionary