- πυρί-τροχος
πυρί-τροχος, feurig laufend, ὁλκὸς ἀστερόεις, Nonn. D. 14, 402.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-τροχος, feurig laufend, ὁλκὸς ἀστερόεις, Nonn. D. 14, 402.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρότροχος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένιους τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τροχος (< τροχός), πρβλ. πυρί τροχος) … Dictionary of Greek
πυρίτροχος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που τρέχει ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τροχος (< τροχός < τρέχω), πρβλ. σιδηρό τροχος] … Dictionary of Greek