- πυρί-στακτος
πυρί-στακτος, Feuer träufelnd, πέτρα, Eur. Cycl. 297, vom Aetna.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-στακτος, Feuer träufelnd, πέτρα, Eur. Cycl. 297, vom Aetna.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδόστακτον — τὸ, Α το ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *ῥοδόστακτος < ῥόδον + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος, πυρί στακτος] … Dictionary of Greek
πυρίστακτος — ον, Α αυτός που στάζει φωτιά («πυρίστακτος πέτρα» η Αίτνα, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος] … Dictionary of Greek