- πυρο-φεγγής
πυρο-φεγγής, ές, = πυριφεγγής, Orac. Sib.; vgl. Lob. Phryn. 686.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρο-φεγγής, ές, = πυριφεγγής, Orac. Sib.; vgl. Lob. Phryn. 686.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριφεγγής — και πυροφεγγής, ές, Α αυτός που φέγγει, που λάμπει σαν τη φωτιά, πυραυγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αστερο φεγγής] … Dictionary of Greek