πυρο-φόρος

πυρο-φόρος

πυρο-φόρος, = πυριφόρος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπυροφόρος — εὐπυροφόρος, ον (Α) εύπυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρο φόρος (< πυρός «σιτάρι» + φορος < φέρω), πρβλ. πυρ φόρος, στεφανη φόρος)] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”