πυρο-βόλος

πυρο-βόλος

πυρο-βόλος, Feuer werfend, schleudernd, τὰ πυροβόλα, Brandpfeile, die zünden, wo sie treffen, Plut. Syll. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιοβόλος — (I) ον (ΑΜ ἰοβόλος, ον) (για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος, σφαιρο βόλος]. (II) ο (ΑΜ ἰοβόλος, ον) 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός… …   Dictionary of Greek

  • τετραβόλος — ἡ, Α θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτο βόλος]. ὁ, Μ είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας»,… …   Dictionary of Greek

  • ιθυβόλος — ἰθυβόλος, ον (Α) 1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του 2. νοήμονος, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο βόλος, πυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοβόλος — καρδιοβόλος, ον (Α) αυτός που προσβάλλει την καρδιά ή το στομάχι (α. «καρδιοβόλα φάρμακα» β. «καρδιοβόλα βρώματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιο βόλος, πυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • φωτοβόλος — α, ο / φωτοβόλος, ον, ΝΜ, θηλ. και ος Ν αυτός που εκπέμπει φως, φωτεινός νεοελλ. μτφ. λαμπρός, ακτινοβόλος, αστραφτερός («φωτοβόλο πρόσωπο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος, πυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πολυβόλος — Αρχαία πολεμική μηχανή, ανάλογη με τα σημερινά πολυβόλα. Αποτελούνταν από μια χοάνη στην οποία τοποθετούνταν ένας αριθμός βελών. Κάτω από τη χοάνη αυτή υπήρχε ένας κύλινδρος, που καθώς περιστρεφόταν έπαιρνε ένα βέλος και το πήγαινε στη σύριγγα… …   Dictionary of Greek

  • σφαιροβόλος — ο, η, Ν 1. αθλητής που μετέχει στο αγώνισμα τής σφαιροβολίας 2. (το αρσ.) (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη νιδουλαριώδη τής κλάσης γαστερομύκητες και περιλαμβάνει κοσμοπολίτικα σαπροφυτικά είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από τη σε …   Dictionary of Greek

  • υδροβόλος — ον, Α αυτός που ρίχνει νερό («ὑδροβόλοι δρόσοι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοβόλος — ὀφθαλμοβόλος, ον (Α) αυτός που ρίχνει τα βλέμματά του σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • πτεροβόλος — ον, ΜΑ (για άγγελο) φτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”