- εὖ-ήχητος
εὖ-ήχητος, dasselbe, nur in dor. Form εὐάχητος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-ήχητος, dasselbe, nur in dor. Form εὐάχητος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυήχητος — και δωρ. τ. πολυάχητος, ον, Α ο πολυηχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ ήχητος] … Dictionary of Greek
ευήχητος — εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, ον (Α) 1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.) 2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»] … Dictionary of Greek