- εὖ-ᾱμερία
εὖ-ᾱμερία, ἡ, dor. = εὐημερία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-ᾱμερία, ἡ, dor. = εὐημερία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἀμερία — Ἀμερίᾱ , Ἀμερίας masc nom/voc/acc dual Ἀμερίᾱ , Ἀμερίας masc voc sg (attic) Ἀμερίᾱ , Ἀμερίας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμερία — Αρχαία πόλη του Πόντου, στην περιοχή της Αμασείας. Ήταν φημισμένη για το ιερό του Μηνός Φαρνάκου, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη Σελήνη … Dictionary of Greek
Ἀμερίας — Ἀμερίᾱς , Ἀμερίας masc acc pl Ἀμερίᾱς , Ἀμερίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμερίαν — Ἀμερίᾱν , Ἀμερίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
ημερία — ἡμερία, δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α) η Ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ημέρ ιος (< ημέρα)] … Dictionary of Greek
Αμέλιος — (3oς αι. μ.Χ.). Φιλόσοφος, μαθητής του Πλωτίνου. Ο ίδιος προτιμούσε να τον ονομάζουν Αμέριο, γιατί καταγόταν από την Αμερία της Τοσκάνης. Έγραψε πολλά έργα, από τα οποία σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Συνοπτικά, ο Α. ήταν πολυμαθής νεοπλατωνικός… … Dictionary of Greek