εὖ-ήρυτος

εὖ-ήρυτος

εὖ-ήρυτος, leicht zu schöpfen, ὕδωρ H. h. Cer. 108.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοτυλήρυτος — κοτυλήρυτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι 2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» μέτρο όξους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευ ήρυτος, κυλικ… …   Dictionary of Greek

  • ευήρυτος — εὐήρυτος, ον (Α) αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον ὕδωρ», Ομ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήρυτος < αρύω «αντλώ»] …   Dictionary of Greek

  • κυλικήρυτος — κυλικήρυτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος με κύλικα 2. μτφ. άφθονος, πολύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»). Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”