εὔ-αθλος

εὔ-αθλος

εὔ-αθλος, glücklich kämpfend, Pind. I. 5, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… …   Dictionary of Greek

  • άθλος — ο αγώνας, πάλη, κατόρθωμα: Η επιτυχία του νέου αυτού ήταν πραγματικός άθλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἆθλος — ἆ̱θλος , ἆθλος contest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέθλους — ἆθλος contest masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄεθλοι — ἆθλος contest masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄεθλος — ἆθλος contest masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερόαθλος — καρτερόαθλος, ον (Α) αυτός που πάλεψε με καρτερία, που έδειξε επιμονή και αντοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + άθλος (< ἄθλος), πρβλ. αρίστ αθλος, φίλ αθλος] …   Dictionary of Greek

  • πολύαθλος — ον, ΜΑ αυτός που αριστεύει σε πολλούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἆθλος (πρβλ. εύ αθλος, μυρί αθλος)] …   Dictionary of Greek

  • αθλοσύνη — ἀθλοσύνη, η (Μ) [ἆθλος] άθλος, αγώνισμα …   Dictionary of Greek

  • εύαθλος — εὔαθλος και εὐάεθλος, ον (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.) 2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ αθλος] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλαθλος — μεγάλαθλος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλους άθλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + ἆθλος (πρβλ. πέντ αθλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”